παραθετικά
θετικός violent
συγκριτικός more violent
υπερθετικός most violent

violent (en)

  1. βίαιος, που συνεπάγεται σωματική βία που έχει σκοπό να πληγώσει ή να σκοτώσει κάποιον
    παράδειγμα  He resorted to violent measures to prevail.
    Μεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει.
    παράδειγμα  They associated the increase in crime with violent movies on TV.
    Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
  2. βίαιος, σφοδρός, απότομος, που είναι πολύ δυνατό και ξαφνικό
    παράδειγμα  Violent riots broke out in the country.
    Βίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα.
    παράδειγμα  The collision was violent, but he managed to get away with only a few scratches.
    Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές.
  3. βίαιος, που δείχνει πολύ δυνατά συναισθήματα
    παράδειγμα  The education bill incited violent reactions.
    Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.