violent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | violent |
συγκριτικός | more violent |
υπερθετικός | most violent |
Επίθετο
επεξεργασίαviolent (en)
- βίαιος, που συνεπάγεται σωματική βία που έχει σκοπό να πληγώσει ή να σκοτώσει κάποιον
- ⮡ He resorted to violent measures to prevail.
- Μεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει.
- ⮡ They associated the increase in crime with violent movies on TV.
- Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
- ⮡ He resorted to violent measures to prevail.
- βίαιος, σφοδρός, απότομος, που είναι πολύ δυνατό και ξαφνικό
- ⮡ Violent riots broke out in the country.
- Βίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα.
- ⮡ The collision was violent, but he managed to get away with only a few scratches.
- Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές.
- ⮡ Violent riots broke out in the country.
- βίαιος, που δείχνει πολύ δυνατά συναισθήματα
- ⮡ The education bill incited violent reactions.
- Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.
- ⮡ The education bill incited violent reactions.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | violent | violents |
θηλυκό | violente | violentes |
violent (fr)