σφοδρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σφοδρός < αρχαία ελληνική σφοδρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σφοδρός
- που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ορμητικότητα και δύναμη, ισχυρός, βίαιος
- πνέουν σφοδροί άνεμοι, επικρατεί σφοδρή θαλασσοταραχή
- (μεταφορικά)
- η αντιπολίτευση εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης
- σφοδρός έρωτας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σφοδρός
- ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος
- (λέγεται για ανθρώπους) βίαιος, ορμητικός, παράφορος
- εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός