σφοδρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφοδρός | η | σφοδρή | το | σφοδρό |
γενική | του | σφοδρού | της | σφοδρής | του | σφοδρού |
αιτιατική | τον | σφοδρό | τη | σφοδρή | το | σφοδρό |
κλητική | σφοδρέ | σφοδρή | σφοδρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφοδροί | οι | σφοδρές | τα | σφοδρά |
γενική | των | σφοδρών | των | σφοδρών | των | σφοδρών |
αιτιατική | τους | σφοδρούς | τις | σφοδρές | τα | σφοδρά |
κλητική | σφοδροί | σφοδρές | σφοδρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφοδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφοδρός
Επίθετο
επεξεργασίασφοδρός
- που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ορμητικότητα και δύναμη, ισχυρός, βίαιος
- ⮡ πνέουν σφοδροί άνεμοι, επικρατεί σφοδρή θαλασσοταραχή
- (μεταφορικά)
- ⮡ η αντιπολίτευση εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης
- ⮡ σφοδρός έρωτας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφοδρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σφοδρός | ἡ | σφοδρᾱ́ & σφοδρός |
τὸ | σφοδρόν |
γενική | τοῦ | σφοδροῦ | τῆς | σφοδρᾶς & σφοδροῦ |
τοῦ | σφοδροῦ |
δοτική | τῷ | σφοδρῷ | τῇ | σφοδρᾷ & σφοδρῷ |
τῷ | σφοδρῷ |
αιτιατική | τὸν | σφοδρόν | τὴν | σφοδρᾱ́ν & σφοδρόν |
τὸ | σφοδρόν |
κλητική ὦ! | σφοδρέ | σφοδρᾱ́ & σφοδρέ |
σφοδρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σφοδροί | αἱ | σφοδραί & σφοδροί |
τὰ | σφοδρᾰ́ |
γενική | τῶν | σφοδρῶν | τῶν | σφοδρῶν & σφοδρῶν |
τῶν | σφοδρῶν |
δοτική | τοῖς | σφοδροῖς | ταῖς | σφοδραῖς & σφοδροῖς |
τοῖς | σφοδροῖς |
αιτιατική | τοὺς | σφοδρούς | τὰς | σφοδρᾱ́ς & σφοδρούς |
τὰ | σφοδρᾰ́ |
κλητική ὦ! | σφοδροί | σφοδραί & σφοδροί |
σφοδρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφοδρώ | τὼ | σφοδρᾱ́ & σφοδρώ |
τὼ | σφοδρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | σφοδροῖν | τοῖν | σφοδραῖν & σφοδροῖν |
τοῖν | σφοδροῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφοδρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασφοδρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν
- ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος
- (για ανθρώπους) βίαιος, ορμητικός, παράφορος
- εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφοδρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφοδρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.