Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφοδρότης αἱ σφοδρότητες
      γενική τῆς σφοδρότητος τῶν σφοδροτήτων
      δοτική τῇ σφοδρότητ ταῖς σφοδρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σφοδρότητ τὰς σφοδρότητᾰς
     κλητική ! σφοδρότης σφοδρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφοδρότητε
γεν-δοτ τοῖν  σφοδροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφοδρότης < σφοδρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφοδρότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία