δριμύτητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δριμύτητα < αρχαία ελληνική δριμύτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
δριμύτητα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ιδιότητα του δριμύ, το να είναι κάποιος δριμύς
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δριμύτητα
|