Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δριμύτητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δριμύτητ
α
οι
δριμύτητ
ες
γενική
της
δριμύτητ
ας
των
δριμυτήτ
ων
αιτιατική
τη
δριμύτητ
α
τις
δριμύτητ
ες
κλητική
δριμύτητ
α
δριμύτητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δριμύτητα
<
αρχαία ελληνική
δριμύτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δριμύτητα
θηλυκό
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) η
ιδιότητα
του
δριμύ
, το να είναι κάποιος
δριμύς
Συνώνυμα
επεξεργασία
οξύτητα
σφοδρότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
δριμύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δριμύτητα
αγγλικά
:
harshness
(en)