βίαιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βίαιος | η | βίαιη | το | βίαιο |
γενική | του | βίαιου | της | βίαιης | του | βίαιου |
αιτιατική | τον | βίαιο | τη | βίαιη | το | βίαιο |
κλητική | βίαιε | βίαιη | βίαιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βίαιοι | οι | βίαιες | τα | βίαια |
γενική | των | βίαιων | των | βίαιων | των | βίαιων |
αιτιατική | τους | βίαιους | τις | βίαιες | τα | βίαια |
κλητική | βίαιοι | βίαιες | βίαια | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βίαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βίαιος[1] < βία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvi.e.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐αι‐ος
- τονικό παρώνυμο: βιαίως
Επίθετο επεξεργασία
βίαιος, -η, -ο
- που φέρεται με βία, που μεταχειρίζεται βία
- που γίνεται με βία
- που εκδηλώνεται με σφοδρότητα και ορμητικότητα
- ※ Έξω ο βίαιος ανατολικός άνεμος είχε κοπάσει και μια ψιλή βροχή, πολύ γνωστή στα ορεινά μέρη, είχε αρχίσει. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- που ενεργεί με σκληρότητα και απότομα
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βίαιος
επεξεργασία
- ↑ βίαιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.