βάναυσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βάναυσος | η | βάναυση | το | βάναυσο |
γενική | του | βάναυσου | της | βάναυσης | του | βάναυσου |
αιτιατική | τον | βάναυσο | τη | βάναυση | το | βάναυσο |
κλητική | βάναυσε | βάναυση | βάναυσο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βάναυσοι | οι | βάναυσες | τα | βάναυσα |
γενική | των | βάναυσων | των | βάναυσων | των | βάναυσων |
αιτιατική | τους | βάναυσους | τις | βάναυσες | τα | βάναυσα |
κλητική | βάναυσοι | βάναυσες | βάναυσα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βάναυσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάναυσος[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.naf.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ναυ‐σος
Επίθετο
επεξεργασία
βάναυσος, -η, -ο
- (για άνθρωπο ή πράξη) σκληρός και βίαιος απέναντι σε άλλους ανθρώπους
- (για εργασίες) δύσκολη χειρωνακτική δουλειά, χοντροδουλειά
- ⮡ Για να επιβιώσει, έκανε και τις πιο βάναυσες δουλειές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βάναυσα (επίρρημα)
- βαναυσότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βάναυσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
β | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | βάναυσος | τὸ | βάναυσον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | βαναύσου | τοῦ | βαναύσου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | βαναύσῳ | τῷ | βαναύσῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | βάναυσον | τὸ | βάναυσον | ||
κλητική ὦ! | βάναυσε | βάναυσον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βάναυσοι | τὰ | βάναυσᾰ | ||
γενική | τῶν | βαναύσων | τῶν | βαναύσων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | βαναύσοις | τοῖς | βαναύσοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαναύσους | τὰ | βάναυσᾰ | ||
κλητική ὦ! | βάναυσοι | βάναυσᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαναύσω | τὼ | βαναύσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαναύσοιν | τοῖν | βαναύσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βάναυσος < *βαύν-αυ-σος με αφομοίωση < βαύνος (φούρνος, κλίβανος) άγνωστης ετυμολογίας < αὔω (ανάβω φωτιά) [1] Η άποψη δεν γίνεται δεκτή από τον Beekes [2] που θεωρεί πιθανότερη προελληνική προέλευση.
- χαρακτηρισμός για αυτόν που:
- εργάζεται σε ένα μέρος, που ασκεί τέχνη χωρίς να μετακινείται από τον τόπο του, που διάγει ζωή σταθερή
- ασκεί τέχνη με χρήση φωτιάς· (ουσιαστικοποιημένο) ο σιδηρουργός, ο μηχανικός
- χαρακτηρισμός για κάτι που γίνεται μηχανικά, είναι πρόστυχο ή ταπεινό
- ο αγροίκος, αυτός που δεν έχει αισθήματα
Παράγωγα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία
- βάναυσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάναυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.