βαναύσως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαναύσως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βάναυσ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαβαναύσως
- (ελληνιστική κοινή) ανάξια, με τρόπο σκληρό, κακόγουστο, χονδροειδή, βάναυσα, όχι εκλεπτυσμένα (1ος αιώνας πκε Φιλόδημος [Phld. D.1.11.])
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Παιδαγωγός, 3.6.3. «Ὅτι μόνος πλούσιος ὁ Χριστιανός.» @scaife.perseus
- Πλούτου τοίνυν μεταληπτέον ἀξιολόγως καὶ μεταδοτέον φιλανθρώπως, οὐ βαναύσως οὐδὲ ἀλαζονικῶς,
Πηγές
επεξεργασία- βάναυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.