Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαναύσως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βάναυσ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

βαναύσως

  Πηγές επεξεργασία