χοντροδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χοντροδουλειά | οι | χοντροδουλειές |
γενική | της | χοντροδουλειάς | των | χοντροδουλειών |
αιτιατική | τη | χοντροδουλειά | τις | χοντροδουλειές |
κλητική | χοντροδουλειά | χοντροδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xon.dɾo.ðuˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρο‐δου‐λειά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοντροδουλειά θηλυκό
- πρόχειρη δουλειά, φτιαγμένη χωρίς επιμέλεια
- ≈ συνώνυμα: προχειροδουλειά, δουλειά στο πόδι
- ≠ αντώνυμα: λεπτοδουλειά, ψιλοδουλειά
- δουλειά που δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα
- (κατ’ επέκταση) κακότεχνη δουλειά
- δύσκολη χειρωνακτική δουλειά
- ⮡ Κάνω όλες τις χοντροδουλειές του σπιτιού. Σφουγγάρισμα, πλύσιμο τοίχων...
- → δείτε βάναυση δουλειά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χοντροδουλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προχειροδουλειά
κακότεχνη δουλειά
|
δύσκολη χειρωνακτική δουλειά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χοντροδουλειά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας