Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοντροδουλειά οι χοντροδουλειές
      γενική της χοντροδουλειάς των χοντροδουλειών
    αιτιατική τη χοντροδουλειά τις χοντροδουλειές
     κλητική χοντροδουλειά χοντροδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοντροδουλειά < χοντρο- + δουλειά [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xon.dɾo.ðuˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ντρο‐δου‐λειά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοντροδουλειά θηλυκό

  1. πρόχειρη δουλειά, φτιαγμένη χωρίς επιμέλεια
     συνώνυμα: προχειροδουλειά, δουλειά στο πόδι
     αντώνυμα: λεπτοδουλειά, ψιλοδουλειά
  2. δουλειά που δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα
  3. (κατ’ επέκταση) κακότεχνη δουλειά
  4. δύσκολη χειρωνακτική δουλειά
    Κάνω όλες τις χοντροδουλειές του σπιτιού. Σφουγγάρισμα, πλύσιμο τοίχων...
    → δείτε  βάναυση δουλειά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία