Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπτοδουλειά οι λεπτοδουλειές
      γενική της λεπτοδουλειάς των λεπτοδουλειών
    αιτιατική τη λεπτοδουλειά τις λεπτοδουλειές
     κλητική λεπτοδουλειά λεπτοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτοδουλειά < λεπτ(ή) + -ο- + δουλειά ή λεπτό + δουλειά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεπτοδουλειά θηλυκό


  Μεταφράσεις επεξεργασία