ψιλοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιλοδουλειά | οι | ψιλοδουλειές |
γενική | της | ψιλοδουλειάς | των | ψιλοδουλειών |
αιτιατική | την | ψιλοδουλειά | τις | ψιλοδουλειές |
κλητική | ψιλοδουλειά | ψιλοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.lo.ðuˈʎa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψιλοδουλειά θηλυκό
- εργασία που προϋποθέτει προσοχή κι επιμονή στις λεπτομέρειες και λεπτούς χειρισμούς
- (συνεκδοχικά) ό,τι προκύπτει από την παραπάνω εργασία
- απασχόληση περιστασιακή και μικρής σημασίας
- η μικρή κι ασήμαντη εμπορική επιχείρηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοδουλειά
|