ψιλοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλοδουλεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ψιλοδουλεύω
Μετοχή
επεξεργασίαψιλοδουλεμένος, -η, -ο
- που έχει φτιαχτεί, που έχει δουλευτεί με πολλή προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, περίτεχνος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοδουλεμένος
|