Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλοδουλεύω < ψιλο- + δουλεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.lo.ðuˈle.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλοδουλεύω

  1. (μεταβατικό) επεξεργάζομαι κάτι δίνοντας πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες
  2. (αμετάβατο) εργάζομαι περιστασιακά κι όχι μόνιμα
  3. (μεταβατικό) δουλεύω ελαφρά κάποιον, τον πειράζω χωρίς κακία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία