↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντροκομμένος η χοντροκομμένη το χοντροκομμένο
      γενική του χοντροκομμένου της χοντροκομμένης του χοντροκομμένου
    αιτιατική τον χοντροκομμένο τη χοντροκομμένη το χοντροκομμένο
     κλητική χοντροκομμένε χοντροκομμένη χοντροκομμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντροκομμένοι οι χοντροκομμένες τα χοντροκομμένα
      γενική των χοντροκομμένων των χοντροκομμένων των χοντροκομμένων
    αιτιατική τους χοντροκομμένους τις χοντροκομμένες τα χοντροκομμένα
     κλητική χοντροκομμένοι χοντροκομμένες χοντροκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντροκομμένος < χοντρο- + κομμένος

χοντροκομμένος, -η, -ο

  1. που έχει κοπεί σε χοντρά κομμάτια
     αντώνυμα: ψιλοκομμένος
  2. που έχει φτιαχτεί χωρίς πολύ γούστο και χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια
    εμένα πάντως αυτό το γλυπτό μου φαίνεται κάπως χοντροκομμένο
  3. (για χαρακτήρες ή ενέργειες) χωρίς λεπτότητα ή διακριτικότητα, άξεστος
    συνήθιζε να κάνει χοντροκομμένα αστεία, με τα οποία γελούσε μόνο αυτός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία