χοντροκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαχοντροκομμένος, -η, -ο
- που έχει κοπεί σε χοντρά κομμάτια
- που έχει φτιαχτεί χωρίς πολύ γούστο και χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια
- εμένα πάντως αυτό το γλυπτό μου φαίνεται κάπως χοντροκομμένο
- (για χαρακτήρες ή ενέργειες) χωρίς λεπτότητα ή διακριτικότητα, άξεστος
- συνήθιζε να κάνει χοντροκομμένα αστεία, με τα οποία γελούσε μόνο αυτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοντροκομμένος