στυγνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στυγνός | η | στυγνή | το | στυγνό |
γενική | του | στυγνού | της | στυγνής | του | στυγνού |
αιτιατική | τον | στυγνό | τη | στυγνή | το | στυγνό |
κλητική | στυγνέ | στυγνή | στυγνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στυγνοί | οι | στυγνές | τα | στυγνά |
γενική | των | στυγνών | των | στυγνών | των | στυγνών |
αιτιατική | τους | στυγνούς | τις | στυγνές | τα | στυγνά |
κλητική | στυγνοί | στυγνές | στυγνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στυγνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στυγνός[1] < στυγῶ → δείτε και τη λέξη Στύξ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈɣnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στυ‐γνός
- παρώνυμο: στεγνός (άλλης ετυμολογίας)
Επίθετο
επεξεργασίαστυγνός
- εκείνος που προκαλεί μίσος και αντιπάθεια σε πολύ μεγάλο βαθμό
- εκείνος που δεν νιώθει ή δεν έχει ευσπλαχνία, λύπηση, συμπόνια, άκαρδος
- ⮡ ο στυγνός εγκληματίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στυγνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας