στυγερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στυγερός | η | στυγερή | το | στυγερό |
γενική | του | στυγερού | της | στυγερής | του | στυγερού |
αιτιατική | τον | στυγερό | τη | στυγερή | το | στυγερό |
κλητική | στυγερέ | στυγερή | στυγερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στυγεροί | οι | στυγερές | τα | στυγερά |
γενική | των | στυγερών | των | στυγερών | των | στυγερών |
αιτιατική | τους | στυγερούς | τις | στυγερές | τα | στυγερά |
κλητική | στυγεροί | στυγερές | στυγερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στυγερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στυγερός < Στύξ) + -ερός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sti.ʝeˈros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στυ‐γε‐ρός
Επίθετο
επεξεργασίαστυγερός, -ή, -ό
- που προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- στυγερά
- στυγερότητα
- → δείτε τις λέξεις στυγνός και Στύγα, αρχαία ελληνική Στύξ (μυθολογία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στυγερός