μυθολογία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μυθολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mythologie, μύθ(ος) + -ο- + -λογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μυθολογία θηλυκό
- ιστορίες βασισμένες στην παράδοση και τον θρύλο προορισμένες αρχικά να ερμηνεύσουν το πώς ξεκίνησε η δημιουργία σε κοσμικό και τοπικό επίπεδο με μύθους της δημιουργίας ή ιδρυτικούς μύθους
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη μύθος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μυθολογία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μυθολογία
|
|