παραμυθολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμυθολογώ < παραμυθολόγος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπαραμυθολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμυθολογώ | παραμυθολογούσα | θα παραμυθολογώ | να παραμυθολογώ | παραμυθολογώντας | |
β' ενικ. | παραμυθολογείς | παραμυθολογούσες | θα παραμυθολογείς | να παραμυθολογείς | (παραμυθολόγει) | |
γ' ενικ. | παραμυθολογεί | παραμυθολογούσε | θα παραμυθολογεί | να παραμυθολογεί | ||
α' πληθ. | παραμυθολογούμε | παραμυθολογούσαμε | θα παραμυθολογούμε | να παραμυθολογούμε | ||
β' πληθ. | παραμυθολογείτε | παραμυθολογούσατε | θα παραμυθολογείτε | να παραμυθολογείτε | παραμυθολογείτε | |
γ' πληθ. | παραμυθολογούν(ε) | παραμυθολογούσαν(ε) | θα παραμυθολογούν(ε) | να παραμυθολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμυθολόγησα | θα παραμυθολογήσω | να παραμυθολογήσω | παραμυθολογήσει | ||
β' ενικ. | παραμυθολόγησες | θα παραμυθολογήσεις | να παραμυθολογήσεις | παραμυθολόγησε | ||
γ' ενικ. | παραμυθολόγησε | θα παραμυθολογήσει | να παραμυθολογήσει | |||
α' πληθ. | παραμυθολογήσαμε | θα παραμυθολογήσουμε | να παραμυθολογήσουμε | |||
β' πληθ. | παραμυθολογήσατε | θα παραμυθολογήσετε | να παραμυθολογήσετε | παραμυθολογήστε | ||
γ' πληθ. | παραμυθολόγησαν παραμυθολογήσαν(ε) |
θα παραμυθολογήσουν(ε) | να παραμυθολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραμυθολογήσει | είχα παραμυθολογήσει | θα έχω παραμυθολογήσει | να έχω παραμυθολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραμυθολογήσει | είχες παραμυθολογήσει | θα έχεις παραμυθολογήσει | να έχεις παραμυθολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραμυθολογήσει | είχε παραμυθολογήσει | θα έχει παραμυθολογήσει | να έχει παραμυθολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμυθολογήσει | είχαμε παραμυθολογήσει | θα έχουμε παραμυθολογήσει | να έχουμε παραμυθολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραμυθολογήσει | είχατε παραμυθολογήσει | θα έχετε παραμυθολογήσει | να έχετε παραμυθολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμυθολογήσει | είχαν παραμυθολογήσει | θα έχουν παραμυθολογήσει | να έχουν παραμυθολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραμυθολογώ
|
Πηγές
επεξεργασία- παραμυθολογώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)