παραθετικά
θετικός cruel
συγκριτικός crueller / crueler / more cruel
υπερθετικός cruellest / cruelest / most cruel

  Επίθετο

επεξεργασία

cruel (en)

  • σκληρός, που έχει την επιθυμία ή που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο και κάνει κάποιον να υποφέρει
    ⮡  a cruel leader/ruler - σκληρός ηγεμόνας/κυβερνήτης
    ⮡  We must not be cruel to animals.
    Δεν πρέπει να είμαστε σκληροί με τα ζώα.
     συνώνυμα:  harsh, malevolent, malicious και spiteful



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cruel < παλαιά γαλλική cruel < λατινική crudelis

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cruel cruels
θηλυκό cruelle cruelles

cruel (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία