παραθετικά
θετικός cruel
συγκριτικός crueller / crueler / more cruel
υπερθετικός cruellest / cruelest / most cruel

cruel (en)

  • σκληρός, που έχει την επιθυμία ή που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο και κάνει κάποιον να υποφέρει
    παράδειγμα  a cruel leader/ruler - σκληρός ηγεμόνας/κυβερνήτης
    παράδειγμα  We must not be cruel to animals.
    Δεν πρέπει να είμαστε σκληροί με τα ζώα.
     συνώνυμα:  harsh, malevolent, malicious και spiteful