αδυσώπητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδυσώπητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδυσώπητος[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ðiˈso.pi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐σώ‐πη‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
αδυσώπητος, -η, -ο
- που δεν δείχνει έλεος, λύπηση
- ※ όσοι ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, ας προσγειωθούν στην αδυσώπητη πραγματικότητα (Έρμαιο των ... ταλιμπάν, Εθνοσπόρ, 4 Απριλίου 2011)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδυσώπητος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αδυσώπητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας