άτεγκτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άτεγκτος < αρχαία ελληνική ἄτεγκτος < ά- + τέγγω (διαβρέχω)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άτεγκτος
- σκληρός, αδυσώπητος, απηνής, αμείλικτος
- ο υπουργός δήλωσε σε πρόσφατη ομιλία του ότι θα είναι άτεγκτος σε φαινόμενα διαφθοράς που θα υποπέσουν στην αντίληψή του
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- άγριος
- αδυσώπητος
- άκαρδος
- αλύπητος
- αμείλικτος
- ανάλγητος
- ανελέητος
- ανηλεής
- απάνθρωπος
- απηνής
- άπονος
- σκληρός