Δείτε επίσης: ἐπιεικής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιεικής η επιεικής το επιεικές
      γενική του επιεικούς* της επιεικούς του επιεικούς
    αιτιατική τον επιεική την επιεική το επιεικές
     κλητική επιεική(ς) επιεικής επιεικές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιεικείς οι επιεικείς τα επιεική
      γενική των επιεικών των επιεικών των επιεικών
    αιτιατική τους επιεικείς τις επιεικείς τα επιεική
     κλητική επιεικείς επιεικείς επιεική
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιεικής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιεικής (ταιριαστός, λογικός, όχι αυστηρός). Μορφολογικά: επι- + μετοχή εἰκώς < ἔοικα < *είκω (μοιάζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.iˈcis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐ει‐κής

  Επίθετο

επεξεργασία

επιεικής -ής -ές

Βαθμοί επιθέτου & επιρρήματος

επεξεργασία
επιεικέστερος / πιο επιεικής
απόλυτος: επιεικέστατος
σχετικός: ο πιο επιεικής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία