ανεπιεικώς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανεπιεικώς < (καθαρεύουσα) ἀνεπιεικῶς
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ανεπιεικώς
- τιμωρήθηκε ανεπιεικώς με κάθειρξη, ενώ άλλοι για το ίδιο ακριβώς αδίκημα καταδικάστηκαν σε 3-4 χρόνια φυλακή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανεπιεικώς