εἰκώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασία- μετοχή του ρήματος ἔοικα (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα)
- είμαι αρμόδιος, είμαι ο πρέπων, είμαι ανάλογος, ταιριαστός
- που μοιάζει, που φαίνεται όμοιος
- που αρμόζει, που είναι κατάλληλος
- που είναι πιθανός
- σε απρόσωπες εκφράσεις: → δείτε τη λέξη εἰκός
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαουσιαστικοποιημένα:
Πηγές
επεξεργασία- ἔοικα, *εἴκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- → και δείτε το ουδέτερο εἰκός