εἰκότα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- εἰκότα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής εἰκώς (εἰκός) στον πληθυντικό → δείτε τη λέξη ἔοικα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰκότα ουδέτερο στον πληθυντικό
- που μοιάζουν
- → δείτε την έκφραση καὶ τὰ ἐοικότα
- πιθανά, αληθοφανή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1373
- λέγεις μὲν εἰκότ’, ἀλλ’ ὅμως σε βούλομαι
θεοῖς τε πιστεύσαντα τοῖς τ’ ἐμοῖς λόγοις- Έχεις δίκιο σ᾽ αυτά· μα έλα εμπιστέψου / στους θεούς και σε μένα που ᾽μαι φίλος,
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- λέγεις μὲν εἰκότ’, ἀλλ’ ὅμως σε βούλομαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1373
- λογικά, ορθά, αληθινά, (όπως για επιχειρήματα)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1134 (ο Αγαμέμνονας, στην Κλυταιμνήστρα)
- σὺ δ’, ἤν γ’ ἐρωτᾷς εἰκότ’, εἰκότ’ ἂν κλύοις.
- Λογικά ρώτα, λογικά ν' ακούσεις. Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- σὺ δ’, ἤν γ’ ἐρωτᾷς εἰκότ’, εἰκότ’ ἂν κλύοις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 90 (επιχειρήματα των Μηλιών)
- Ἧι μὲν δὴ νομίζομέν γε, χρήσιμον (ἀνάγκη γάρ, ἐπειδὴ ὑμεῖς οὕτω παρὰ τὸ δίκαιον τὸ ξυμφέρον λέγειν ὑπέθεσθε) μὴ καταλύειν ὑμᾶς τὸ κοινὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ τῷ αἰεὶ ἐν κινδύνῳ γιγνομένῳ εἶναι τὰ εἰκότα καὶ δίκαια, καί τι καὶ ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς πείσαντά τινα ὠφεληθῆναι.
- Εμείς, όμως, νομίζομε ότι είναι χρήσιμο —και είναι ανάγκη να το πούμε αφού θέσατε βάση της συζήτησής μας το συμφέρον και όχι το δίκαιο— να μην παραβλεφθεί ένα στοιχείο που είναι κοινό αγαθό, δηλαδή το να μπορεί πάντα εκείνος που βρίσκεται σε κίνδυνο, να επικαλείται τα ορθά και τα δίκαια και να ωφελείται πείθοντας τον αντίπαλό του με επιχειρήματα πέρα από τα αυστηρά πλαίσια του δικαίου.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1134 (ο Αγαμέμνονας, στην Κλυταιμνήστρα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- εἰκότα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεἰκότα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (εἰκός) του εἰκώς
Πηγές
επεξεργασία- εἰκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰκός, ἔοικα, *εἴκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.