indulgent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪnˈdʌld͡ʒənt/
Επίθετο
επεξεργασίαindulgent (en)
- επιεικής, ανεκτικός, που εύκολα υποχωρεί και ικανοποιεί τις επιθυμίες ή συγχωρεί
- an indulgent parent
- to be indulgent to servants
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indulgent | indulgents |
θηλυκό | indulgente | indulgentes |
indulgent (fr)