Ετυμολογία

επεξεργασία
indulge < λατινική indulgeo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈdʌldʒ/
 

indulge (en)

  1. (αμετάβατο, ακολουθείται συχνά από το in) ενδίδω-υποκύπτω σε έναν πειρασμό ή επιθυμία
    He looked at the chocolate but didn't indulge. λείπει η μετάφραση
    I indulged in drinking on the weekend. λείπει η μετάφραση
  2. (μεταβατικό)
    1. ικανοποιώ τις επιθυμίες κάποιου
      ⮡  Grandma indulges the kids with sweets. λείπει η μετάφραση
       συνώνυμα: coddle, cosset, pamper, spoil
      ⮡  I love to indulge myself with beautiful clothes.
    2. ανέχομαι κάτι, δεν αντιτίθεμαι
      ⮡  to indulge sloth, pride, selfishness, or inclinations
    3. δίνω παράταση στην τελική ημερομηνία μιας πληρωμής
    4. παραχωρώ κάτι ως χἀρη, συναινώ
      ※  Yet, yet a moment, one dim ray of light / Indulge, dread Chaos, and eternal Night! (Alexander Pope)

Συγγενικά

επεξεργασία