indulge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαindulge (en)
- (αμετάβατο, ακολουθείται συχνά από το in) ενδίδω-υποκύπτω σε έναν πειρασμό ή επιθυμία
- He looked at the chocolate but didn't indulge. → λείπει η μετάφραση
- I indulged in drinking on the weekend. → λείπει η μετάφραση
- (μεταβατικό)
- ικανοποιώ τις επιθυμίες κάποιου
- ανέχομαι κάτι, δεν αντιτίθεμαι
- ⮡ to indulge sloth, pride, selfishness, or inclinations
- δίνω παράταση στην τελική ημερομηνία μιας πληρωμής
- παραχωρώ κάτι ως χἀρη, συναινώ
- ※ Yet, yet a moment, one dim ray of light / Indulge, dread Chaos, and eternal Night! (Alexander Pope)