συναινώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναινώ < αρχαία ελληνική συναινέω / συναινῶ
Ρήμα
επεξεργασίασυναινώ
Συγγενικά
επεξεργασία- συναίνεση
- συναινετικά
- συναινετικός
- → δείτε τις λέξεις συν και αινώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναινώ | συναινούσα | θα συναινώ | να συναινώ | συναινώντας | |
β' ενικ. | συναινείς | συναινούσες | θα συναινείς | να συναινείς | (συναίνει) | |
γ' ενικ. | συναινεί | συναινούσε | θα συναινεί | να συναινεί | ||
α' πληθ. | συναινούμε | συναινούσαμε | θα συναινούμε | να συναινούμε | ||
β' πληθ. | συναινείτε | συναινούσατε | θα συναινείτε | να συναινείτε | συναινείτε | |
γ' πληθ. | συναινούν(ε) | συναινούσαν(ε) | θα συναινούν(ε) | να συναινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναίνεσα | θα συναινέσω | να συναινέσω | συναινέσει | ||
β' ενικ. | συναίνεσες | θα συναινέσεις | να συναινέσεις | συναίνεσε | ||
γ' ενικ. | συναίνεσε | θα συναινέσει | να συναινέσει | |||
α' πληθ. | συναινέσαμε | θα συναινέσουμε | να συναινέσουμε | |||
β' πληθ. | συναινέσατε | θα συναινέσετε | να συναινέσετε | συναινέστε | ||
γ' πληθ. | συναίνεσαν συναινέσαν(ε) |
θα συναινέσουν(ε) | να συναινέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναινέσει | είχα συναινέσει | θα έχω συναινέσει | να έχω συναινέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναινέσει | είχες συναινέσει | θα έχεις συναινέσει | να έχεις συναινέσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναινέσει | είχε συναινέσει | θα έχει συναινέσει | να έχει συναινέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναινέσει | είχαμε συναινέσει | θα έχουμε συναινέσει | να έχουμε συναινέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναινέσει | είχατε συναινέσει | θα έχετε συναινέσει | να έχετε συναινέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναινέσει | είχαν συναινέσει | θα έχουν συναινέσει | να έχουν συναινέσει |
|