συναινετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναινετικός < συναινώ < αρχαία ελληνική συναινέω / συναινῶ
Επίθετο επεξεργασία
συναινετικός
- που γίνεται με συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων
- συναινετικό διαζύγιο
Συγγενικά επεξεργασία
- συναινετικά
- → δείτε τις λέξεις συναινώ και αινώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναινετικός