Δείτε επίσης: συμφωνῶ, σύμφωνο

Ετυμολογία

επεξεργασία

συμφωνώ

  1. έχω την ίδια γνώμη
  2. καταλήγω με κάποιον άλλο σε συμφωνία πολιτική, στρατιωτική, οικονομική, επιχειρηματική κ.λπ.
      Μιλήσανε και τις λεπτομέρειες, τα λεφτά, συμφώνησαν σ' όλα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, 1966 [διηγήματα])
  3. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι άλλο
  4. (γραμματική) βρίσκομαι στο ίδιο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο με άλλον όρο της πρότασης

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη σύμφωνος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία