συμφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφωνικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.fo.niˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίασυμφωνικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στα σύμφωνα
- τα συμφωνικά συμπλέγματα τζ και τσ ...
- που αναφέρεται στην κλασική μουσική που εκτελείται από μεγάλα ορχηστρικά σύνολα
- συμφωνική μουσική, συμφωνική ορχήστρα