Ετυμολογία

επεξεργασία
συναινέω < συν- + αἰνέω / αἰνῶ < αἶνος

συναινέω / συναινῶ

  1. προσεύχομαι, εξυμνώ
  2. συμφωνώ, συναινώ

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία