ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναίνεσῐς αἱ συναινέσεις
      γενική τῆς συναινέσεως τῶν συναινέσεων
      δοτική τῇ συναινέσει ταῖς συναινέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συναίνεσῐν τὰς συναινέσεις
     κλητική ! συναίνεσῐ συναινέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναινέσει
γεν-δοτ τοῖν  συναινεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναίνεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συναινέ(ω) / συναινῶ + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αἴνεσις < αἰνέω.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναίνεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία