ενεστώτας pamper
γ΄ ενικό ενεστώτα pampers
αόριστος pampered
παθητική μετοχή pampered
ενεργητική μετοχή pampering

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pamper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pamperen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpæm.pə(ɹ)/ (ΗΒ)

pamper (en)

  • παραχαϊδεύω, νταντεύω, φροντίζω κάποιον πολύ καλά και τον κάνω να νιώθει όσο πιο άνετα γίνεται, μερικές φορές υπερβολικά
    ⮡  He is a man now, stop pampering him!
    Είναι άντρας τώρα, πάψε να τον νταντεύεις!
     συνώνυμα:  coddle