Ουσιαστικό

επεξεργασία

indulgence (en)

  1. η ανεκτικότητα
  2. η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών κάποιου
  3. (θρησκεία) η άφεση των αμαρτιών, το συγχωροχάρτι



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.dyl.ʒɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
indulgence indulgences

indulgence (fr) θηλυκό