πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άφεση οι αφέσεις
      γενική της άφεσης* των αφέσεων
    αιτιατική την άφεση τις αφέσεις
     κλητική άφεση αφέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
άφεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφεσις (απαλλαγή), ελληνιστική σημασία: συγχώρεση < ἀφίημι
Παραδείγματα άφεσης σε αφετικούς τύπους όπως
  • νέα ελληνικά: (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • αγγλικά: 'em από το them

Ουσιαστικό

επεξεργασία