απλολογία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απλολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική haplologie < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + λέγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.plɔ.lɔ.ˈʝi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απλολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η αποβολή από μια λέξη κάποιας συλλαβής που έχει ομοιότητες με μια γειτονική της
- ἀμφιφορεύς→ἀμφορεύς
Επεξεργασία
- απλολογικός
- → δείτε τις λέξεις απλός και λέγω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απλολογία