Δείτε επίσης: Κατηγορία:Απλολογίες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλολογία οι απλολογίες
      γενική της απλολογίας των απλολογιών
    αιτιατική την απλολογία τις απλολογίες
     κλητική απλολογία απλολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απλολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική haplologie < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε απλο- + -λογία.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.plo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πλο‐λο‐γί‐α
παραδείγματα απλολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απλολογία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία