πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμφορεύς οἱ ἀμφορεῖς - ἀμφορῆς*
      γενική τοῦ ἀμφορέως τῶν ἀμφορέων
      δοτική τῷ ἀμφορεῖ τοῖς ἀμφορεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀμφορέ τοὺς ἀμφορέᾱς
     κλητική ! ἀμφορεῦ ἀμφορεῖς - ἀμφορῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμφορ1 ή ἀμφορεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἀμφορέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφορεύς < απλολογία του ἀμφιφορεύς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμφορεύς αρσενικό

  1. (κεραμική) ο αμφορέας
      1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 13, 83.3 @scaife.perseus
    εἶναι δʼ ἐν αὐτῷ τριακοσίους μὲν πίθους ἐξ αὐτῆς τῆς πέτρας τετμημένους, ἕκαστον ἑκατὸν ἀμφορεῖς χωροῦντα· κολυμβήθραν δὲ παρʼ αὐτοῖς ὑπάρχειν κεκονιαμένην, χωροῦσαν ἀμφορεῖς χιλίους, ἐξ ἧς τὴν ῥύσιν εἰς τοὺς πίθους γίνεσθαι.
  2. μετρητής υγρών

Συγγενικά

επεξεργασία