ἀμφορεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀμφορεύς | οἱ | ἀμφορεῖς - ἀμφορῆς* |
γενική | τοῦ | ἀμφορέως | τῶν | ἀμφορέων |
δοτική | τῷ | ἀμφορεῖ | τοῖς | ἀμφορεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ἀμφορέᾱ | τοὺς | ἀμφορέᾱς |
κλητική ὦ! | ἀμφορεῦ | ἀμφορεῖς - ἀμφορῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφορῆ1 ή ἀμφορεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφορέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀμφορεύς < απλολογία του ἀμφιφορεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀμφορεύς αρσενικό
- (κεραμική) ο αμφορέας
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 13, 83.3 @scaife.perseus
- εἶναι δʼ ἐν αὐτῷ τριακοσίους μὲν πίθους ἐξ αὐτῆς τῆς πέτρας τετμημένους, ἕκαστον ἑκατὸν ἀμφορεῖς χωροῦντα· κολυμβήθραν δὲ παρʼ αὐτοῖς ὑπάρχειν κεκονιαμένην, χωροῦσαν ἀμφορεῖς χιλίους, ἐξ ἧς τὴν ῥύσιν εἰς τοὺς πίθους γίνεσθαι.
- μετρητής υγρών
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀμφορεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφορεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.