αμφορέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αμφορέας | οι | αμφορείς |
γενική | του | αμφορέα & αμφορέως |
των | αμφορέων |
αιτιατική | τον | αμφορέα | τους | αμφορείς |
κλητική | αμφορέα | αμφορείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμφορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφορεύς → δείτε τις λέξεις ἀμφί και φέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱ.foˈɾe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φο‐ρέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφορέας αρσενικό
- (κεραμική, αρχαιολογία) είδος κλειστού αγγείου με δύο λαβές για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών