αμφορίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφορίσκος < αρχαία ελληνική ἀμφορίσκος < ἀμφορεύς [1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμφορ(έας) + -ίσκος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱ.foˈɾi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φο‐ρί‐σκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφορίσκος αρσενικό
- (κεραμική, αρχαιολογία) ο μικρός αμφορέας
- ※ Ως αμφορίσκοι χαρακτηρίζονται τα αγγεία με υψηλότερο ή χαμηλότερο στενό λαιμό, ο οποίος συμφύεται ομαλά ή με γωνία στο σφαιρικό σώμα του αγγείου και φέρουν δύο, συνήθως, λαβές τοποθετημένες στο λαιμό ή στο σώμα.
- Π. Χ. Χρυσοστόμου, Ι. Ασλάνης, και Α. Χρυσοστόμου, Αγροσυκιά: ένας οικισμός των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων. Ινστιτούτο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος, Παράρτημα Βεροίας, Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, 2007, σελ. 84.
- ※ Ως αμφορίσκοι χαρακτηρίζονται τα αγγεία με υψηλότερο ή χαμηλότερο στενό λαιμό, ο οποίος συμφύεται ομαλά ή με γωνία στο σφαιρικό σώμα του αγγείου και φέρουν δύο, συνήθως, λαβές τοποθετημένες στο λαιμό ή στο σώμα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφορίσκος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμφορίσκος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας