Δείτε επίσης: ἀμφορίσκος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμφορίσκος οι αμφορίσκοι
      γενική του αμφορίσκου των αμφορίσκων
    αιτιατική τον αμφορίσκο τους αμφορίσκους
     κλητική αμφορίσκε αμφορίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφορίσκος < αρχαία ελληνική ἀμφορίσκος < ἀμφορεύς [1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμφορ(έας) + -ίσκος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Αμφορίσκος από την Τίρυνθα της Αργολίδας, 1025-900 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

αμφορίσκος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αμφορίσκος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας