συμφύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφύομαι, παθητική φωνή του συμφύω < συν- + φύω
Ρήμα
επεξεργασίασυμφύομαι (αποθετικό ρήμα)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμφύομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συμφύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας