συμφυής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμφυής | η | συμφυής | το | συμφυές |
γενική | του | συμφυούς* | της | συμφυούς | του | συμφυούς |
αιτιατική | τον | συμφυή | τη | συμφυή | το | συμφυές |
κλητική | συμφυή(ς) | συμφυής | συμφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμφυείς | οι | συμφυείς | τα | συμφυή |
γενική | των | συμφυών | των | συμφυών | των | συμφυών |
αιτιατική | τους | συμφυείς | τις | συμφυείς | τα | συμφυή |
κλητική | συμφυείς | συμφυείς | συμφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμφυής < αρχαία ελληνική συμφυής < σύν + -φυής (φύω)
Επίθετο
επεξεργασίασυμφυής, -ής, -ές
- (λόγιο)
- (βοτανική) που έχει φυτρώσει μαζί με κάτι άλλο
- που έχει φτιαχτεί μαζί με κάτι άλλο
- (μεταφορικά) εκ φύσεως