↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φυής η -φυής το -φυές
      γενική του -φυούς* της -φυούς του -φυούς
    αιτιατική τον -φυή τη(ν) -φυή το -φυές
     κλητική -φυή(ς) -φυής -φυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φυείς οι -φυείς τα -φυή
      γενική των -φυών των -φυών των -φυών
    αιτιατική τους -φυείς τις -φυείς τα -φυή
     κλητική -φυείς -φυείς -φυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυής < φύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φυ‐ής

  Επίθημα

επεξεργασία

-φυής, -ής, -ές

  • δεύτερο συνθετικό επιθέτων λόγιων ή με επιστημονική σημασία που δηλώνει
    1. ίδια φύση με εκείνη που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
      μεγαλοφυής
    2. (επιστημονική ορολογία) ότι φύεται στον τόπο ή με τον τρόπο που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
      ελαιοφυής (τόπος με πολλές ελιές)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυής < φύω

  Επίθημα

επεξεργασία

-φυής

Συγγενικά

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -φυής τὸ -φυές
      γενική τοῦ/τῆς -φυοῦς τοῦ -φυοῦς
      δοτική τῷ/τῇ -φυεῖ τῷ -φυεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν -φυ τὸ -φυές
     κλητική ! -φυές -φυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -φυεῖς τὰ -φυ
      γενική τῶν -φυῶν τῶν -φυῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς -φυέσ(ν) τοῖς -φυέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς -φυεῖς τὰ -φυ
     κλητική ! -φυεῖς -φυ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -φυεῖ τὼ -φυεῖ
      γεν-δοτ τοῖν -φυοῖν τοῖν -φυοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φυής < (φύω), θέμα φυ- + -ής

  Επίθημα

επεξεργασία

-φυής

Συγγενικά

επεξεργασία