Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φυτρώνω < φύτρα

  ΡήμαΕπεξεργασία

φυτρώνω

  1. (για το σπόρο ενός φυτού]): βγάζω ρίζες και αρχίζω να αναπτύσσομαι και να μεγαλώνω ως οργανισμός
  2. (για ένα φυτό): εμφανίζομαι (μέσα) από το έδαφος και αρχίζω να μεγαλώνω
  3. (μεταφορικά) (για ένα άνθρωπο): εμφανίζομαι, πετάγομαι, αναμιγνύομαι απρόσμενα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία