φυτρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φυτρώνω < φύτρα
Ρήμα
επεξεργασία
φυτρώνω
- (για σπόρο φυτού) βγάζω ρίζες και αρχίζω να αναπτύσσομαι και να μεγαλώνω ως οργανισμός
- (για φυτό) εμφανίζομαι (μέσα) από το έδαφος και αρχίζω να μεγαλώνω
- (μεταφορικά, για άνθρωπο) εμφανίζομαι, πετάγομαι, αναμιγνύομαι απρόσμενα
- ⮡ Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!