Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύτρωμα τα φυτρώματα
      γενική του φυτρώματος των φυτρωμάτων
    αιτιατική το φύτρωμα τα φυτρώματα
     κλητική φύτρωμα φυτρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύτρωμα < φυτρώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύτρωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του φυτρώνω, η έξοδος του φυτού στην επιφάνεια του εδάφους

  Μεταφράσεις επεξεργασία