εμφανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμφανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εμφανίζω
Ρήμα
επεξεργασία
εμφανίζομαι
- (παθ.) παρουσιάζομαι, γίνομαι ορατός ενώ πριν δεν ήμουν
- ... και τότε εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά τους