appear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | appear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | appears |
αόριστος | appeared |
παθητική μετοχή | appeared |
ενεργητική μετοχή | appearing |
Ρήμα
επεξεργασίαappear (en)
- (αμετάβατο) εμφανίζομαι, βγαίνω, γίνεται ορατό
- (αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) φαίνομαι
- ↪ It appears to me that the situation is really bad.
- Μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη.
- ↪ You appear to hate him.
- Φαίνεστε να τον μισείτε.
- ↪ He appears (to be) an honest man.
- Φαίνεται τίμιος άνθρωπος.
- ↪ I must appear like a monster to you.
- Πρέπει να σου φαίνομαι τέρας.
- ↪ The trip appeared long.
- Το ταξίδι φάνηκε μακρύ.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη seem
- ↪ It appears to me that the situation is really bad.
- (αμετάβατο) εμφανίζομαι, παίρνω μέρος σε μια καλλιτεχνική εκδήλωση
- ↪ It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
- Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
- ↪ Actors put on make-up before appearing on stage.
- Μακιγιάρονται οι ηθοποιοί πριν εμφανιστούν στη σκηνή.
- ↪ It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
- (αμετάβατο) εμφανίζομαι, φτάνω σε ένα μέρος
- ↪ He had promised to come but didn’t appear.
- Είχε υποσχεθεί να έρθει αλλά δεν εμφανίστηκε.
- ↪ He had promised to come but didn’t appear.
- (αμετάβατο) εμφανίζομαι, γράφεται ή αναφέρεται κάπου
- ↪ He does not appear again in the novel.
- Αυτός δεν εμφανίζεται ξανά στο μυθιστόρημα.
- ↪ He does not appear again in the novel.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- appear - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 287. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, εμφανίζομαι