ενεστώτας appear
γ΄ ενικό ενεστώτα appears
αόριστος appeared
παθητική μετοχή appeared
ενεργητική μετοχή appearing

appear (en)

  1. (αμετάβατο) εμφανίζομαι, βγαίνω, γίνεται ορατό
    When the first warships appeared on the horizon…
    Όταν εμφανίστηκαν στον ορίζοντα τα πρώτα πολεμικά πλοία…
    He appeared suddenly before me.
    Βγήκε ξαφνικά μπροστά μου.
     συνώνυμα:  break out, crop up, emerge, loom, pop up, show, show up, spring up και turn up
     αντώνυμα: disappear
  2. (αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) φαίνομαι
    It appears to me that the situation is really bad.
    Μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη.
    You appear to hate him.
    Φαίνεστε να τον μισείτε.
    He appears (to be) an honest man.
    Φαίνεται τίμιος άνθρωπος.
    I must appear like a monster to you.
    Πρέπει να σου φαίνομαι τέρας.
    The trip appeared long.
    Το ταξίδι φάνηκε μακρύ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη seem
  3. (αμετάβατο) εμφανίζομαι, παίρνω μέρος σε μια καλλιτεχνική εκδήλωση
    It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
    Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
    Actors put on make-up before appearing on stage.
    Μακιγιάρονται οι ηθοποιοί πριν εμφανιστούν στη σκηνή.
  4. (αμετάβατο) εμφανίζομαι, φτάνω σε ένα μέρος
    He had promised to come but didn’t appear.
    Είχε υποσχεθεί να έρθει αλλά δεν εμφανίστηκε.
  5. (αμετάβατο) εμφανίζομαι, γράφεται ή αναφέρεται κάπου
    He does not appear again in the novel.
    Αυτός δεν εμφανίζεται ξανά στο μυθιστόρημα.