seem
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | seem |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seems |
αόριστος | seemed |
παθητική μετοχή | seemed |
ενεργητική μετοχή | seeming |
Ρήμα επεξεργασία
seem (en)
- φαίνομαι, δείχνω, δίνω την εντύπωση ότι είμαι ή κάνω κάτι
- ↪ His brother seemed to be selfish.
- Ο αδερφός του φάνηκε να είναι εγωιστής.
- ↪ It seems to me that the situation is really bad.
- Μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη.
- ↪ It seemed like you were thinking of something.
- Φάνηκε σαν να σκεφτόσουν κάτι.
- ↪ I must seem like a monster to you.
- Πρέπει να σου φαίνομαι τέρας.
- ↪ You seem to love them.
- Φαίνεστε να τους αγαπάτε.
- ↪ The room seemed warm and cozy to me.
- Το δωμάτιο μου φάνηκε ζεστό και άνετο.
- ↪ I’ll take action as (it) seems best to me.
- Θα ενεργήσω όπως μου φαίνεται καλύτερα.
- ↪ Odysseus always seems anxious.
- Ο Οδυσσέας δείχνει πάντα αγχωμένος.
- ↪ His brother seemed to be selfish.
- φαίνεται ότι, χρησιμοποιείται για να κάνει αυτό που λέω για τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις πράξεις μου λιγότερο έντονο
- ↪ It seems (that) I can’t give up smoking.
- Φαίνεται ότι δεν μπορώ να κόψω το τσιγάρο.
- ↪ There seems to have been a mistake.
- Φαίνεται ότι έγινε λάθος.
- ↪ It seems (that) I can’t give up smoking.
- φαίνεται ότι, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι αληθινό όταν δεν είμαι σίγουρος ή όταν θέλω να είμαι ευγενικός
- ↪ It seems (that) I am mistaken.
- Φαίνεται ότι κάνω λάθος.
- ↪ It seems (that) I am mistaken.