Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας seem
γ΄ ενικό ενεστώτα seems
αόριστος seemed
παθητική μετοχή seemed
ενεργητική μετοχή seeming

  Ρήμα επεξεργασία

seem (en)

  1. φαίνομαι, δείχνω, δίνω την εντύπωση ότι είμαι ή κάνω κάτι
    His brother seemed to be selfish.
    Ο αδερφός του φάνηκε να είναι εγωιστής.
    It seems to me that the situation is really bad.
    Μου φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πράγματι άσχημη.
    It seemed like you were thinking of something.
    Φάνηκε σαν να σκεφτόσουν κάτι.
    I must seem like a monster to you.
    Πρέπει να σου φαίνομαι τέρας.
    You seem to love them.
    Φαίνεστε να τους αγαπάτε.
    The room seemed warm and cozy to me.
    Το δωμάτιο μου φάνηκε ζεστό και άνετο.
    I’ll take action as (it) seems best to me.
    Θα ενεργήσω όπως μου φαίνεται καλύτερα.
    Odysseus always seems anxious.
    Ο Οδυσσέας δείχνει πάντα αγχωμένος.
  2. φαίνεται ότι, χρησιμοποιείται για να κάνει αυτό που λέω για τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις πράξεις μου λιγότερο έντονο
    It seems (that) I can’t give up smoking.
    Φαίνεται ότι δεν μπορώ να κόψω το τσιγάρο.
    There seems to have been a mistake.
    Φαίνεται ότι έγινε λάθος.
  3. φαίνεται ότι, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι αληθινό όταν δεν είμαι σίγουρος ή όταν θέλω να είμαι ευγενικός
    It seems (that) I am mistaken.
    Φαίνεται ότι κάνω λάθος.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία