ενεστώτας turn up
γ΄ ενικό ενεστώτα turns up
αόριστος turned up
παθητική μετοχή turned up
ενεργητική μετοχή turning up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn up < → δείτε τις λέξεις turn και up

turn up (en)

  1. (αμετάβατο) βρίσκομαι, ειδικά τυχαία, αφού χαθώ
    ⮡  The book you lost may turn up one of these days.
    Το βιβλίο που έχασες μπορεί να βρεθεί κάποια μέρα.
    ⮡  Her purse turned up empty in the park.
    Η τσάντα της βρέθηκε άδεια στο πάρκο.
  2. (αμετάβατο) εμφανίζομαι, φαίνομαι, για άνθρωπο που φτάνει
    ⮡  He had promised to come but he didn’t turn up.
    Είχε υποσχεθεί να έρθει αλλά δεν εμφανίστηκε.
    ⮡  My secretary hasn’t turned up this morning.
    Η γραμματέας μου δεν φάνηκε σήμερα το πρωί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appear
  3. (αμετάβατο) παρουσιάζομαι, για μια ευκαιρία που γίνεται ιδιαίτερα τυχαία
    ⮡  For sure something will turn up (=some opportunity will present itself).
    Σίγουρα κάτι θα παρουσιαστεί (=κάποια ευκαιρία θα φανεί).
  4. (μεταβατικό) δυναμώνω, ανεβάζω, αυξάνω την ένταση του ήχου, της θερμότητας κτλ. για έναν εξοπλισμό
    ⮡  Did you turn up the radio?
    Δυνάμωσες το ραδιόφωνο;
    ⮡  Turn up the volume of the radio a bit.
    Ανέβασε λίγο την ένταση του ραδιοφώνου.
     συνώνυμα: raise
     αντώνυμα: turn down
  5. (μεταβατικό) ξεθάβω, βρίσκω κάτι
    ⮡  While plowing, he turned up an ancient little statue.
    Ενώ όργωνε ξέθαψε ένα αρχαίο αγαλματίδιο.