ενεστώτας turn down
γ΄ ενικό ενεστώτα turns down
αόριστος turned down
παθητική μετοχή turned down
ενεργητική μετοχή turning down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn down < → δείτε τις λέξεις turn και down

turn down (en)

  1. απορρίπτω μια προσφορά, μια πρόταση κτλ. ή το άτομο που την κάνει
    ⮡  I am turning down a proposal/an offer.
    Απορρίπτω μια πρόταση/μια προσφορά.
    ⮡  He tried to join the police force but they turned him down.
    Δοκίμασε να καταταγεί στην αστυνομία αλλά τον απέρριψαν.
    ⮡  He asked her to marry him but she turned him down.
    Τη ζήτησε σε γάμο αλλά τον απέρριψε.
  2. χαμηλώνω, μειώνω τον θόρυβο, τη θερμότητα κτλ που παράγει μια συσκευή μετακινώντας τα χειριστήρια της
    ⮡  The radio is playing too loudly, turn it down!
    Το ραδιόφωνο παίζει πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το!
     αντώνυμα: turn up