turn down
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | turn down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns down |
αόριστος | turned down |
παθητική μετοχή | turned down |
ενεργητική μετοχή | turning down |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
turn down (en)
- απορρίπτω μια προσφορά, μια πρόταση κτλ. ή το άτομο που την κάνει
- ↪ I turn down a proposal/an offer.
- Απορρίπτω μια πρόταση/μια προσφορά.
- ↪ He tried to join the police force but he was turned down.
- Δοκίμασε να καταταγεί στην αστυνομία αλλά τον απέρριψαν.
- ↪ He asked her to marry him but she turned him down.
- Τη ζήτησε σε γάμο αλλά τον απέρριψε.
- ↪ I turn down a proposal/an offer.
- χαμηλώνω, μειώνω τον θόρυβο, τη θερμότητα κτλ που παράγει μια συσκευή μετακινώντας τα χειριστήρια της
- ↪ The radio is playing too loudly, turn it down!
- Το ραδιόφωνο παίζει πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το!
- ↪ The radio is playing too loudly, turn it down!