turn down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | turn down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns down |
αόριστος | turned down |
παθητική μετοχή | turned down |
ενεργητική μετοχή | turning down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαturn down (en)
- απορρίπτω μια προσφορά, μια πρόταση κτλ. ή το άτομο που την κάνει
- ⮡ I am turning down a proposal/an offer.
- Απορρίπτω μια πρόταση/μια προσφορά.
- ⮡ He tried to join the police force but they turned him down.
- Δοκίμασε να καταταγεί στην αστυνομία αλλά τον απέρριψαν.
- ⮡ He asked her to marry him but she turned him down.
- Τη ζήτησε σε γάμο αλλά τον απέρριψε.
- ⮡ I am turning down a proposal/an offer.
- χαμηλώνω, μειώνω τον θόρυβο, τη θερμότητα κτλ που παράγει μια συσκευή μετακινώντας τα χειριστήρια της