ανεβάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεβάζω < (καθαρεύουσα) ἀνεβάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεβάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)
Ρήμα
επεξεργασίαανεβάζω
- μετακινώ σε μεγαλύτερο ύψος, μεταφέρω ψηλότερα
- ( για αντικείμενο και αφηρημένο ουσιαστικό που δεν αποτελεί αίσθημα-συναίσθημα) το βάζω ψηλά, το αυξάνω, το μεταφέρω σε ανώτερη θέση ή σε μεγαλύτερη τιμή -δραχμών, μοιρών γεωγραφικού πλάτους, βαθμού μαθήματος, πίεσης αρτηριακής, θερμομέτρου, συλλαβής
- (για άνθρωπο) τον προάγω επαγγελματικά, τον εξυψώνω ως προσωπικότητα, του βελτιώνω τη διάθεση
- (για συναίσθημα) το τονώνω, το εξυψώνω, το βελτιώνω, το ενισχύω
- δημοσιοποιώ ή μοιράζομαι με πολύ κόσμο (ανεβάζω μια παράσταση που είχα σχεδιάσει, ανεβάζω ένα κείμενο ή μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο)
- (πληροφορική, διαδίκτυο) upload: μεταφέρω δεδομένα σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε διακομιστή (server) στο διαδίκτυο (internet)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανεβάζω | ανέβαζα | θα ανεβάζω | να ανεβάζω | ανεβάζοντας | |
β' ενικ. | ανεβάζεις | ανέβαζες | θα ανεβάζεις | να ανεβάζεις | ανέβαζε | |
γ' ενικ. | ανεβάζει | ανέβαζε | θα ανεβάζει | να ανεβάζει | ||
α' πληθ. | ανεβάζουμε | ανεβάζαμε | θα ανεβάζουμε | να ανεβάζουμε | ||
β' πληθ. | ανεβάζετε | ανεβάζατε | θα ανεβάζετε | να ανεβάζετε | ανεβάζετε | |
γ' πληθ. | ανεβάζουν(ε) | ανέβαζαν ανεβάζαν(ε) |
θα ανεβάζουν(ε) | να ανεβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέβασα | θα ανεβάσω | να ανεβάσω | ανεβάσει | ||
β' ενικ. | ανέβασες | θα ανεβάσεις | να ανεβάσεις | ανέβασε | ||
γ' ενικ. | ανέβασε | θα ανεβάσει | να ανεβάσει | |||
α' πληθ. | ανεβάσαμε | θα ανεβάσουμε | να ανεβάσουμε | |||
β' πληθ. | ανεβάσατε | θα ανεβάσετε | να ανεβάσετε | ανεβάστε | ||
γ' πληθ. | ανέβασαν ανεβάσαν(ε) |
θα ανεβάσουν(ε) | να ανεβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανεβάσει | είχα ανεβάσει | θα έχω ανεβάσει | να έχω ανεβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανεβάσει | είχες ανεβάσει | θα έχεις ανεβάσει | να έχεις ανεβάσει | έχε ανεβασμένο | |
γ' ενικ. | έχει ανεβάσει | είχε ανεβάσει | θα έχει ανεβάσει | να έχει ανεβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανεβάσει | είχαμε ανεβάσει | θα έχουμε ανεβάσει | να έχουμε ανεβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανεβάσει | είχατε ανεβάσει | θα έχετε ανεβάσει | να έχετε ανεβάσει | έχετε ανεβασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ανεβάσει | είχαν ανεβάσει | θα έχουν ανεβάσει | να έχουν ανεβάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανεβασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανεβασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανεβασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανεβασμένο |
Σημειώσεις
επεξεργασία- το παθητικό ανεβάζομαι είναι προφορικό και αδόκιμο για ανθρώπους (ή και κανονικά για όλα τα έμψυχα), αλλά γίνεται χρήση για άψυχα π.χ. για έπιπλα που ανεβάζονται στον πρώτο όροφο, για βαλίτσες που ανεβάστηκαν στο πλοίο-αεροπλάνο